τουτάκι

τουτάκι
τουτᾰκι , (ς)
1 at this time (sc. that I have indicated.) “τουτάκι δ' οἰοπόλος δαίμων ἐπῆλθενP. 4.28

καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον P. 4.255

Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14

τουτάκι πεξαμένας fr. 320. τουτά[ (τουτάκι vel τοῦτ' ἄρα Lobel.) fr. 169. 43.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τουτάκι — τουτάκις indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”